ὀνησιφόρος: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(29)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνησιφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ωφελεί, που ευεργετεί κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που συμφέρει<br /><b>3.</b> [[διδακτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀνησιφόρως</i> (Α)<br />με χρήσιμο, ωφέλιμο τρόπο, επωφελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνησις]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
|mltxt=[[ὀνησιφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ωφελεί, που ευεργετεί κάποιον<br /><b>2.</b> αυτός που συμφέρει<br /><b>3.</b> [[διδακτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὀνησιφόρως</i> (Α)<br />με χρήσιμο, ωφέλιμο τρόπο, επωφελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνησις]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]], σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνησῐφόρος:''' приносящий пользу, полезный Plut., Sext.
}}
}}

Revision as of 01:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνησῐφόρος Medium diacritics: ὀνησιφόρος Low diacritics: ονησιφόρος Capitals: ΟΝΗΣΙΦΟΡΟΣ
Transliteration A: onēsiphóros Transliteration B: onēsiphoros Transliteration C: onisiforos Beta Code: o)nhsifo/ros

English (LSJ)

ον,

   A bringing advantage, beneficial, Hp.Praec.14, Alex. 195.5, Com.Adesp.109.11, Agatharch.99, Ruf. ap. Orib.8.24.34, Ptol. Tetr.157 ; remunerative, ὕμνοι Phld.Rh.1.219 S. ; μαθήματα Luc.Vit. Auct.26. Adv. -ρως Plu.2.71d.

German (Pape)

[Seite 347] Nutzen bringend; S. Emp. adv. gramm. 275; in einem Wortspiele von Alexis bei Ath. VII, 287 f auch mit ὄνος zusammengebracht.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνησῐφόρος: -ον, ὁ φέρων κέρδος, ὠφέλειαν, Ἱππ. 28. 50, Ἄλεξις ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1, 4, κτλ. ― Ἐπίρρ. -ρως, Πλούτ. 2. 71D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui procure un avantage, utile.
Étymologie: ὄνησις, φέρω.

Greek Monolingual

ὀνησιφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που ωφελεί, που ευεργετεί κάποιον
2. αυτός που συμφέρει
3. διδακτικός.
επίρρ...
ὀνησιφόρως (Α)
με χρήσιμο, ωφέλιμο τρόπο, επωφελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνησις + -φόρος, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.

Russian (Dvoretsky)

ὀνησῐφόρος: приносящий пользу, полезный Plut., Sext.