ὀνίδιον: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀνίδιον:''' [νῐ], τό, υποκορ. του [[ὄνος]], [[μικρός]] σε [[ηλικία]] [[γάιδαρος]], [[γαϊδουράκι]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὀνίδιον:''' [νῐ], τό, υποκορ. του [[ὄνος]], [[μικρός]] σε [[ηλικία]] [[γάιδαρος]], [[γαϊδουράκι]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνίδιον:''' (ῐδ) τό осленок или ослик Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 1 January 2019
English (LSJ)
[νῐ], τό, Dim. of ὄνος,
A little ass, Ar.V.1306. II v. ὀνίς.
German (Pape)
[Seite 347] τό, dim. von ὄνος, Eselchen, Ar. Vesp. 1306.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνίδιον: [νῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ ὄνος, «γαϊδουράκι», Ἀριστοφ. Σφ. 1306· πρβλ. ὀνίς.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ânon.
Étymologie: ὄνος.
Greek Monotonic
ὀνίδιον: [νῐ], τό, υποκορ. του ὄνος, μικρός σε ηλικία γάιδαρος, γαϊδουράκι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀνίδιον: (ῐδ) τό осленок или ослик Arph.