ὁριστός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(29)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁριστός]], -ή, -όν (Α) [[ορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[δεκτικός]] ορισμού, που μπορεί να οριστεί<br /><b>2.</b> (για [[κτήμα]]) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο.
|mltxt=[[ὁριστός]], -ή, -όν (Α) [[ορίζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[δεκτικός]] ορισμού, που μπορεί να οριστεί<br /><b>2.</b> (για [[κτήμα]]) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁριστός:''' определяемый, определенный: οἱ ὁρισμοὶ καὶ τὰ ὁριστά Arst. определения и их содержания.
}}
}}

Revision as of 01:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁριστός Medium diacritics: ὁριστός Low diacritics: οριστός Capitals: ΟΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: horistós Transliteration B: horistos Transliteration C: oristos Beta Code: o(risto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A definable, Arist.Metaph. 998b6, Plu.2.720b, A.D.Pron.27.18,al.    2 of land, delimited, Abh. Berl.Akad.1925(5).21 (Cyrene).

Greek (Liddell-Scott)

ὁριστός: -ή, -όν, οὗ δύναταί τις νὰ δώσῃ τὸν ὁρισμόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, Πλούτ. 2. 720Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
déterminé, défini ; qu’on peut déterminer, définir.
Étymologie: ὁρίζω.

Greek Monolingual

ὁριστός, -ή, -όν (Α) ορίζω
1. αυτός που είναι δεκτικός ορισμού, που μπορεί να οριστεί
2. (για κτήμα) καθορισμένο με όρια, οριοθετημένο.

Russian (Dvoretsky)

ὁριστός: определяемый, определенный: οἱ ὁρισμοὶ καὶ τὰ ὁριστά Arst. определения и их содержания.