ὀφθαλμοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(30)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀφθαλμοβόρος]], -ον (Α)<br />(για ένα [[είδος]] πτηνού) αυτός που βγάζει και κατατρώγει τα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-<i>βόρος</i>].
|mltxt=[[ὀφθαλμοβόρος]], -ον (Α)<br />(για ένα [[είδος]] πτηνού) αυτός που βγάζει και κατατρώγει τα μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-<i>βόρος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀφθαλμοβόρος:''' выклевывающий глаза (ὁ [[ἐρωδιός]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 01:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφθαλμοβόρος Medium diacritics: ὀφθαλμοβόρος Low diacritics: οφθαλμοβόρος Capitals: ΟΦΘΑΛΜΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: ophthalmobóros Transliteration B: ophthalmoboros Transliteration C: ofthalmovoros Beta Code: o)fqalmobo/ros

English (LSJ)

ον,

   A picking out eyes, of the heron, Arist.HA617a9.

German (Pape)

[Seite 425] Augen fressend, Arist. H. A. 9, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμοβόρος: -ον, ὁ ἐκβάλλων καὶ βιβρώσκων ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ ὃ καλεῖται φῶϋξ ἢ καθ’ Ἡσύχ. πῶϋξ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 18, 2.

Greek Monolingual

ὀφθαλμοβόρος, -ον (Α)
(για ένα είδος πτηνού) αυτός που βγάζει και κατατρώγει τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο-βόρος].

Russian (Dvoretsky)

ὀφθαλμοβόρος: выклевывающий глаза (ὁ ἐρωδιός Arst.).