οὔρισμα: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οὔρισμα:''' -ατος, τό, Ιων. αντί [[ὅρισμα]], συνοριακή [[γραμμή]], σε Ηρόδ. | |lsmtext='''οὔρισμα:''' -ατος, τό, Ιων. αντί [[ὅρισμα]], συνοριακή [[γραμμή]], σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οὔρισμα:''' ατος τό ион. = [[ὅρισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό, Ion. for ὅρισμα,
A boundary-line, Hdt.2.17, 4.45.
German (Pape)
[Seite 419] τό, von οὐρίζω, günstiger Wind (?). τό, ion. = ὅρισμα, Begränzung, Gränze, Her. 2, 17. 4, 45.
Greek (Liddell-Scott)
οὔρισμα: τό, Ἰων. ἀντὶ ὅρισμα, ὅριον μεθόριον Ἡρόδ. 2. 17., 4. 45.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
délimitation ; frontière.
Étymologie: οὐρίζω².
Greek Monolingual
οὔρισμα, τὸ (Α)
ιων. τ. βλ. όρισμα.
Greek Monotonic
οὔρισμα: -ατος, τό, Ιων. αντί ὅρισμα, συνοριακή γραμμή, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
οὔρισμα: ατος τό ион. = ὅρισμα.