παράθραυσμα: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(6_21)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράθραυσμα''': τό, [[πρᾶγμα]] ἀποσπασθέν, [[ἀπόσπασμα]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 335.
|lstext='''παράθραυσμα''': τό, [[πρᾶγμα]] ἀποσπασθέν, [[ἀπόσπασμα]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 335.
}}
{{elru
|elrutext='''παράθραυσμα:''' ατος τό обломок Arph.
}}
}}

Revision as of 01:32, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 479] τό, das Abgebrochene, Ar. frg. bei Poll. 9, 126.

Greek (Liddell-Scott)

παράθραυσμα: τό, πρᾶγμα ἀποσπασθέν, ἀπόσπασμα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 335.

Russian (Dvoretsky)

παράθραυσμα: ατος τό обломок Arph.