παράθραυσμα
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
v.l. for παράθραυμα.
German (Pape)
[Seite 479] τό, das Abgebrochene, Ar. frg. bei Poll. 9, 126.
Greek (Liddell-Scott)
παράθραυσμα: τό, πρᾶγμα ἀποσπασθέν, ἀπόσπασμα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 335.
Russian (Dvoretsky)
παράθραυσμα: ατος τό обломок Arph.