περιπλέγδην: Difference between revisions

From LSJ

ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse

Source
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε στενό εναγκαλισμό, [[περιπεπλεγμένως]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[περιπλέγδην]] ἔχω πήχεσιν» — έχω αγκαλιαστεί πολύ [[σφιχτά]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>πλεκ</i>- του [[πλέκω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εμπλέγ</i>-<i>δην</i>)].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε στενό εναγκαλισμό, [[περιπεπλεγμένως]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[περιπλέγδην]] ἔχω πήχεσιν» — έχω αγκαλιαστεί πολύ [[σφιχτά]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> θ. <i>πλεκ</i>- του [[πλέκω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εμπλέγ</i>-<i>δην</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''περιπλέγδην:''' adv. обвиваясь (обвившись) Luc.: π. ἔχειν τινά Anth. держать кого-л. в своих объятиях.
}}
}}

Revision as of 02:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπλέγδην Medium diacritics: περιπλέγδην Low diacritics: περιπλέγδην Capitals: ΠΕΡΙΠΛΕΓΔΗΝ
Transliteration A: periplégdēn Transliteration B: periplegdēn Transliteration C: periplegdin Beta Code: periple/gdhn

English (LSJ)

Adv.

   A closely entwined, Eratosth.27; π. ἔχειν τινά in close embrace, AP5.258 (Paul. Sil.), cf. 254.16 (Id.), Opp.H.2.376; of ivy, Luc.Am.12, etc.

German (Pape)

[Seite 587] adv., umwickelt, umwunden; Luc. Amor. 12; Opp. Hal. 2, 376 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλέγδην: Ἐπίρρ., περιπεπλεγμένως, ἀγκαλιαστά, π. ἔχειν τινά, στενῶς ἐνηγκαλισμένον, Ἀνθ. Π. 5. 259, πρβλ. 255, Ὀππ. Ἁλ. 2. 376· ἐπὶ τοῦ κισσοῦ, Λουκ. Ἔρωτες 12, κτλ.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. σε στενό εναγκαλισμό, περιπεπλεγμένως
2. φρ. «περιπλέγδην ἔχω πήχεσιν» — έχω αγκαλιαστεί πολύ σφιχτά με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θ. πλεκ- του πλέκω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. εμπλέγ-δην)].

Russian (Dvoretsky)

περιπλέγδην: adv. обвиваясь (обвившись) Luc.: π. ἔχειν τινά Anth. держать кого-л. в своих объятиях.