περισσωματικός: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[περιττωματικός]].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>βλ.</b> [[περιττωματικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''περισσωμᾰτικός:''' атт. περιττωμᾰτικός 3 физиол.<br /><b class="num">1)</b> выделительный ([[ὄργανον]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> имеющий обильные выделения Arst.
}}
}}

Revision as of 02:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσωματικός Medium diacritics: περισσωματικός Low diacritics: περισσωματικός Capitals: ΠΕΡΙΣΣΩΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: perissōmatikós Transliteration B: perissōmatikos Transliteration C: perissomatikos Beta Code: perisswmatiko/s

English (LSJ)

Att. περιττ-, ή, όν,

   A of the nature of περιττώματα, excretive, excrementitious, ἀπόκρισις Arist.PA 681b36 ; ὑγρότης Plu.2.130b ; π. [μόριον] for excretion, Arist.HA531a29, etc.    2 of persons, abounding in περιττώματα, ib.584a6, Pr. 873a18 ; σώματα Id.GA766b35 (Comp.); βρέφη Alex.Aphr.Pr.1.2 ; π. καὶ παχὺς τὴν σάρκα, of a pig, Jul.Or.5.177c.

German (Pape)

[Seite 593] att. -ττωματικός, zum Koth oder Harn, übh. zur Unreinigkeit gehörig, Arist. u. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περισσωματικός: μεταγεν. Ἀττ. περιττωματικός, ή, όν, ὁ ἔχων τὴν φύσιν τῶν περιττωμάτων, ἢ ἀνήκων εἰς αὐτά, ὁ τῶν περιττωμάτων, δι’ οὗ ποιεῖται τὴν ἀπόκρισιν ἢ τὴν σπερματικὴν ἢ τὴν περιττωματικήν, τὴν τῶν περιττωμάτων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 55· π. ὄργανον, πρὸς ἔκκρισιν, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 6, 5, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ ἔχων ἄφθονα περιττώματα, αὐτόθι 7. 4, 3, Πρβλ. 3. 15 κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 799C.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. περιττωματικός.

Russian (Dvoretsky)

περισσωμᾰτικός: атт. περιττωμᾰτικός 3 физиол.
1) выделительный (ὄργανον Arst.);
2) имеющий обильные выделения Arst.