περσιστί: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(32)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> στην περσική [[γλώσσα]], περσικά<br /><b>αρχ.</b><br />σύμφωνα με τις συνήθειες τών Περσών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περσίζω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>τί</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αττικισ</i>-<i>τί</i>)].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> στην περσική [[γλώσσα]], περσικά<br /><b>αρχ.</b><br />σύμφωνα με τις συνήθειες τών Περσών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περσίζω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>τί</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αττικισ</i>-<i>τί</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''περσιστί:''' adv. по-персидски Her., Xen.
}}
}}

Revision as of 02:08, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 603] adv., auf persisch, in persischer Sprache, εἶπε, Xen. An. 4, 5, 10.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. στην περσική γλώσσα, περσικά
αρχ.
σύμφωνα με τις συνήθειες τών Περσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περσίζω + επιρρμ. κατάλ. -τί (πρβλ. αττικισ-τί)].

Russian (Dvoretsky)

περσιστί: adv. по-персидски Her., Xen.