πλυντρίς: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(6_12)
(3b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλυντρίς''': -ίδος, ἡ, = τῷ προηγουμ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 642. ΙΙ. πλυντρὶς (ἐξυπ. γῆ), ἡ, [[εἶδος]] χώματος χρησίμου παρὰ τοῖς γναφεῦσιν εἰς κάθαρσιν ἐνδυμάτων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 3, πρβλ. Νικοχάρη ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 432.
|lstext='''πλυντρίς''': -ίδος, ἡ, = τῷ προηγουμ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 642. ΙΙ. πλυντρὶς (ἐξυπ. γῆ), ἡ, [[εἶδος]] χώματος χρησίμου παρὰ τοῖς γναφεῦσιν εἰς κάθαρσιν ἐνδυμάτων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 3, πρβλ. Νικοχάρη ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 432.
}}
{{elru
|elrutext='''πλυντρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ прачка Arph.
}}
}}

Revision as of 02:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλῠντρίς Medium diacritics: πλυντρίς Low diacritics: πλυντρίς Capitals: ΠΛΥΝΤΡΙΣ
Transliteration A: plyntrís Transliteration B: plyntris Transliteration C: plyntris Beta Code: pluntri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, = foreg., Ar.Fr.841.    II πλυντρίς (sc. γῆ), ἡ, a kind of fuller's earth, Menestor ap. Thphr.CP2.4.3, Nicoch.4.

German (Pape)

[Seite 639] ίδος, ἡ, 1) = Vorigem. – 2) πλυντρὶς γῆ, eine Erdart, die zum Waschen, Reinigen schmutziger Kleider gebraucht wird; Theophr.; Nicochar. com. bei Poll. 7, 40.

Greek (Liddell-Scott)

πλυντρίς: -ίδος, ἡ, = τῷ προηγουμ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 642. ΙΙ. πλυντρὶς (ἐξυπ. γῆ), ἡ, εἶδος χώματος χρησίμου παρὰ τοῖς γναφεῦσιν εἰς κάθαρσιν ἐνδυμάτων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 3, πρβλ. Νικοχάρη ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 432.

Russian (Dvoretsky)

πλυντρίς: ίδος (ῐδ) ἡ прачка Arph.