πνῖγμα: Difference between revisions
From LSJ
ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great
(33) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίγματος, τὸ, Α [[πνίγω]]<br />το [[αίσθημα]] του πνιγμού, της ασφυξίας («βήξ... μετ' ἄσθματος καὶ πνίγματος πολλοῡ», Ιπποκρ.). | |mltxt=-ίγματος, τὸ, Α [[πνίγω]]<br />το [[αίσθημα]] του πνιγμού, της ασφυξίας («βήξ... μετ' ἄσθματος καὶ πνίγματος πολλοῡ», Ιπποκρ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πνῖγμα:''' ατος τό удушение, удавление Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A choking, βὴξ . . μετὰ π. πολλοῦ Hp.Epid. 7.26; εἰς π. τὸν δῆμον ἔχειν to have it fast by the throat, Cephisodot. ap.Arist.Rh.1411a7.
German (Pape)
[Seite 641] τό, das Ersticken, Erwürgen; Hippocr.; Arist. rhet. 3, 10; Ael. H. A. 10, 48 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πνῖγμα: τό, (πνίγω) πνιγμός, αἴσθημα πνιγηρόν, ἆσθμα καὶ πν. Ἱππ. 1217D· μεταφορ., εἰς πνῖγμα τὸν δῆμον ἔχοντα τὰς εὐθύνας πειρᾶσθαι δοῦναι Κηφισόδοτος ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 10, 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
étouffement, suffocation.
Étymologie: πνίγω.
Greek Monolingual
-ίγματος, τὸ, Α πνίγω
το αίσθημα του πνιγμού, της ασφυξίας («βήξ... μετ' ἄσθματος καὶ πνίγματος πολλοῡ», Ιπποκρ.).
Russian (Dvoretsky)
πνῖγμα: ατος τό удушение, удавление Arst.