πολυπόδιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(6_22)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠπόδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πολύπους]], Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 3., 9. 37, 25. ΙΙ. εἷδος πτερίδος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 9. 13, 6, Διοσκ. 4. 188, κτλ.
|lstext='''πολῠπόδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[πολύπους]], Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 3., 9. 37, 25. ΙΙ. εἷδος πτερίδος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 9. 13, 6, Διοσκ. 4. 188, κτλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυπόδιον:''' τό маленький полип Arst.
}}
}}

Revision as of 02:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠπόδιον Medium diacritics: πολυπόδιον Low diacritics: πολυπόδιον Capitals: ΠΟΛΥΠΟΔΙΟΝ
Transliteration A: polypódion Transliteration B: polypodion Transliteration C: polypodion Beta Code: polupo/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of πολύπους, f.l. in Philox.2.13, cf. Arist.HA550a4, 622a23.    II polypody, Polypodium vulgare, Thphr.HP9.13.6, Dsc.4.186, etc.

German (Pape)

[Seite 669] τό, 1) dim. von πολύπους; Arist. H. A. 5, 18. 9, 37; Ath. VII, 317 d. – 2) Farrenkraut, polypodium, Theophr., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπόδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πολύπους, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 3., 9. 37, 25. ΙΙ. εἷδος πτερίδος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 9. 13, 6, Διοσκ. 4. 188, κτλ.

Russian (Dvoretsky)

πολυπόδιον: τό маленький полип Arst.