προγευματίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
(34) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] το [[πρόγευμα]], το πρωινό μου<br /><b>2.</b> (παλαιότερα) [[τρώω]] το μεσημεριανό μου, [[γευματίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δοκιμάζω]], [[γεύομαι]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («[[ὅταν]] προγευματίσας τις ἰσχυροῡ χυμοῡ γεύηται ἑτέρου», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] το [[πρόγευμα]], το πρωινό μου<br /><b>2.</b> (παλαιότερα) [[τρώω]] το μεσημεριανό μου, [[γευματίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δοκιμάζω]], [[γεύομαι]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («[[ὅταν]] προγευματίσας τις ἰσχυροῡ χυμοῡ γεύηται ἑτέρου», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προγευμᾰτίζω:''' вкушать раньше (τινός Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:44, 1 January 2019
English (LSJ)
A taste before, τινος Arist.de An.422b7.
German (Pape)
[Seite 713] vorher zu kosten geben, vorher kosten, Arist. de anim. 2, 10, ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῦ χυμοῦ γεύηται ἑτέρου.
Greek (Liddell-Scott)
προγευμᾰτίζω: γευματίζω πρότερον, γεύομαι πρότερον, ἰσχυροῦ χυμοῦ Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
1. παίρνω το πρόγευμα, το πρωινό μου
2. (παλαιότερα) τρώω το μεσημεριανό μου, γευματίζω
αρχ.
δοκιμάζω, γεύομαι κάτι προηγουμένως («ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῡ χυμοῡ γεύηται ἑτέρου», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
προγευμᾰτίζω: вкушать раньше (τινός Arst.).