πτάμενος: Difference between revisions

From LSJ

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source
(6)
(4)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πτάμενος:''' -η, -ον, μτχ. αορ. βʹ του [[πέταμαι]].
|lsmtext='''πτάμενος:''' -η, -ον, μτχ. αορ. βʹ του [[πέταμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''πτάμενος:''' part. aor. 2 к [[ἵπταμαι]] (med. к [[ἵπτημι]]).
}}
}}

Revision as of 03:08, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

πτάμενος: -η, -ον, μετοχ. ἀορ. τοῦ πέταμαι, Ἰλ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
part. ao.2 de ἵπταμαι.

English (Autenrieth)

see πέτομαι.

Greek Monotonic

πτάμενος: -η, -ον, μτχ. αορ. βʹ του πέταμαι.

Russian (Dvoretsky)

πτάμενος: part. aor. 2 к ἵπταμαι (med. к ἵπτημι).