πυθόχρηστος: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(35)
 
(4)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, αρσ. και [[πυθοχρήστης]] και δωρ. τ. πυθοχρήστας, Α<br /><b>1.</b> αυτός που χρησμοδοτήθηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα («πυθόχρηστοι νόμοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ορίστηκε με πυθικό χρησμό («[[πυθόχρηστος]] ἀποικίας [[ἡγεμών]]» <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>4.</b> <b>το θηλ.</b> [[προσωνυμία]] της Αφροδίτης<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πυθόχρηστον</i><br />[[πυθικός]] [[χρησμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πυθώ]] <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] / [[χρήστης]] (<b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>χρηστος</i>, <i>υπο</i>-[[χρήστης]])].
|mltxt=-ον, αρσ. και [[πυθοχρήστης]] και δωρ. τ. πυθοχρήστας, Α<br /><b>1.</b> αυτός που χρησμοδοτήθηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα («πυθόχρηστοι νόμοι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ορίστηκε με πυθικό χρησμό («[[πυθόχρηστος]] ἀποικίας [[ἡγεμών]]» <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[προσωνυμία]] του Διονύσου<br /><b>4.</b> <b>το θηλ.</b> [[προσωνυμία]] της Αφροδίτης<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πυθόχρηστον</i><br />[[πυθικός]] [[χρησμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πυθώ]] <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] / [[χρήστης]] (<b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>χρηστος</i>, <i>υπο</i>-[[χρήστης]])].
}}
{{elru
|elrutext='''πῡθόχρηστος:''' Aesch., Eur., Arst. = [[πυθοχρήστης]].
}}
}}

Latest revision as of 03:16, 1 January 2019

Greek Monolingual

-ον, αρσ. και πυθοχρήστης και δωρ. τ. πυθοχρήστας, Α
1. αυτός που χρησμοδοτήθηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα («πυθόχρηστοι νόμοι», Ξεν.)
2. αυτός που ορίστηκε με πυθικό χρησμό («πυθόχρηστος ἀποικίας ἡγεμών» Πλούτ.)
3. (το αρσ.) προσωνυμία του Διονύσου
4. το θηλ. προσωνυμία της Αφροδίτης
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυθόχρηστον
πυθικός χρησμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πυθώ + χρηστός / χρήστης (πρβλ. θεό-χρηστος, υπο-χρήστης)].

Russian (Dvoretsky)

πῡθόχρηστος: Aesch., Eur., Arst. = πυθοχρήστης.