ῥύατο: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥύᾰτο:''' Επικ. αντί <i>ἐρύοντο</i>, γʹ πληθ. αορ. βʹ του [[ῥύομαι]]. | |lsmtext='''ῥύᾰτο:''' Επικ. αντί <i>ἐρύοντο</i>, γʹ πληθ. αορ. βʹ του [[ῥύομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥύατο:''' (ῠ) эп. 3 л. pl. impf. к [[ῥύομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:24, 1 January 2019
English (LSJ)
A v. ἐρύω (B).
Greek (Liddell-Scott)
ῥύᾰτο: γ΄ πληθ. συγκεκομ. ἀορ. τοῦ ῥύομαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. impf. épq. de ῥύομαι.
English (Autenrieth)
see ῥύομαι.
Greek Monotonic
ῥύᾰτο: Επικ. αντί ἐρύοντο, γʹ πληθ. αορ. βʹ του ῥύομαι.
Russian (Dvoretsky)
ῥύατο: (ῠ) эп. 3 л. pl. impf. к ῥύομαι.