σικύωνος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(37)
 
(4)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[ονομασία]] λίθου που προερχόταν από [[περιοχή]] της Αρμενίας [[κοντά]] στον ποταμό Αράξη και τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε δεισιδαιμονικές τελετές.
|mltxt=ὁ, Α<br />[[ονομασία]] λίθου που προερχόταν από [[περιοχή]] της Αρμενίας [[κοντά]] στον ποταμό Αράξη και τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε δεισιδαιμονικές τελετές.
}}
{{elru
|elrutext='''σικύωνος:''' ὁ Сикион (название камня) Plut.
}}
}}

Revision as of 03:36, 1 January 2019

Greek Monolingual

ὁ, Α
ονομασία λίθου που προερχόταν από περιοχή της Αρμενίας κοντά στον ποταμό Αράξη και τον οποίο χρησιμοποιούσαν σε δεισιδαιμονικές τελετές.

Russian (Dvoretsky)

σικύωνος: ὁ Сикион (название камня) Plut.