σκήνωσις: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(37) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ώσεως, ἡ, ΜΑ [<i>σκηνῶ</i> (ΙΙΙ)]<br />[[κατοίκηση]] («πρὸς οὐρανίους σκηνώσεις», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατασκευή]] σκηνής ή οικίας. | |mltxt=-ώσεως, ἡ, ΜΑ [<i>σκηνῶ</i> (ΙΙΙ)]<br />[[κατοίκηση]] («πρὸς οὐρανίους σκηνώσεις», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατασκευή]] σκηνής ή οικίας. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκήνωσις:''' εως ἡ разбивание палаток, расселение Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:48, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A construction of a tent or house, Agatharch.47 (pl.). II dwelling in one, LXX 2 Ma. 14.35, D.S.3.19, Sammelb.3924.7 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 896] ἡ, das Aufschlagen eines Zeltes, einer Hütte, das Wohnen darin, D. Sic. 3, 20.
Greek (Liddell-Scott)
σκήνωσις: ἡ, ἡ κατασκευὴ σκηνῆς ἢ οἰκίας, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 35. ΙΙ. τὸ κατοικεῖν ἐν σκηνῇ ἢ ἐν οἰκίᾳ, Διόδ. 3. 19.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκηνῶ (ΙΙΙ)]
κατοίκηση («πρὸς οὐρανίους σκηνώσεις», Μηναί.)
αρχ.
κατασκευή σκηνής ή οικίας.
Russian (Dvoretsky)
σκήνωσις: εως ἡ разбивание палаток, расселение Diod.