συγγεννήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(6_19) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγγεννήτωρ''': -ορος, ὁ βοηθῶν εἰς τὴν γέννησιν, κοινὸς [[γονεύς]], ξ. τέκνων ([[ἔνθα]] ἐκ τῶν συμφραζομένων φαίνεται ὅτι σημαίνει τὴν γυναῖκα), Πλάτ. Νόμ. 874C. | |lstext='''συγγεννήτωρ''': -ορος, ὁ βοηθῶν εἰς τὴν γέννησιν, κοινὸς [[γονεύς]], ξ. τέκνων ([[ἔνθα]] ἐκ τῶν συμφραζομένων φαίνεται ὅτι σημαίνει τὴν γυναῖκα), Πλάτ. Νόμ. 874C. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγγεννήτωρ:''' ορος ὁ и ἡ родитель(ница): σ. τέκνων Plat. с которым (с которой) прижиты дети, т. е. супруг(а). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ,
A one who assists in generating, common parent, τέκνων Pl.Lg.874c (where it refers to the wife).
German (Pape)
[Seite 961] ορος, ὁ, Miterzeuger, τέκνων, Plat. Legg. IX, 874 c.
Greek (Liddell-Scott)
συγγεννήτωρ: -ορος, ὁ βοηθῶν εἰς τὴν γέννησιν, κοινὸς γονεύς, ξ. τέκνων (ἔνθα ἐκ τῶν συμφραζομένων φαίνεται ὅτι σημαίνει τὴν γυναῖκα), Πλάτ. Νόμ. 874C.
Russian (Dvoretsky)
συγγεννήτωρ: ορος ὁ и ἡ родитель(ница): σ. τέκνων Plat. с которым (с которой) прижиты дети, т. е. супруг(а).