συμπαραμιγνύω: Difference between revisions
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
(6) |
(4) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συμπαραμιγνύω:''' [[αναμειγνύω]] [[επιπλέον]], [[ανακατώνω]] και [[κάτι]] [[ακόμη]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''συμπαραμιγνύω:''' [[αναμειγνύω]] [[επιπλέον]], [[ανακατώνω]] και [[κάτι]] [[ακόμη]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συμπαραμιγνύω:''' смешивать вместе (ὀπὸν καὶ σχῖνον Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:04, 1 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
συμπαραμιγνύω: μιγνύω ὁμοῦ προσέτι, Ἀριστοφ. Πλ. 719.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
mélanger.
Étymologie: σύν, παραμιγνύω.
Greek Monotonic
συμπαραμιγνύω: αναμειγνύω επιπλέον, ανακατώνω και κάτι ακόμη, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
συμπαραμιγνύω: смешивать вместе (ὀπὸν καὶ σχῖνον Arph.).