σιωπητέος: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
(6) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σιωπητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[σιωπάω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να αποσιωπηθεί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>σιωπητέον</i>, [[κάτι]] που πρέπει να αποσιωπηθεί, στον ίδ. | |lsmtext='''σιωπητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[σιωπάω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να αποσιωπηθεί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>σιωπητέον</i>, [[κάτι]] που πρέπει να αποσιωπηθεί, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σιωπητέος:''' Luc. adj. verb. к [[σιωπάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:08, 1 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A to be passed over in silence, Luc.Hist. Conscr.27. II σιωπητέον, one must pass over in silence, ib.6.
Greek (Liddell-Scott)
σιωπητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 35. ΙΙ. σιωπητέον, πρέπει τις νὰ παρέλθῃ ἐν σιωπῇ, αὐτόθι 6.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de σιωπάω.
Greek Monotonic
σιωπητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του σιωπάω·
I. αυτός που πρέπει να αποσιωπηθεί, σε Λουκ.
II. σιωπητέον, κάτι που πρέπει να αποσιωπηθεί, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σιωπητέος: Luc. adj. verb. к σιωπάω.