συναποβιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
(39)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[βοηθώ]] σε [[αναχαίτιση]] ή σε [[καταστολή]] με τη βία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀποβιάζομαι]] «ωθώ [[προς]] τα [[πίσω]], [[χρησιμοποιώ]] βία»].
|mltxt=Α<br />[[βοηθώ]] σε [[αναχαίτιση]] ή σε [[καταστολή]] με τη βία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀποβιάζομαι]] «ωθώ [[προς]] τα [[πίσω]], [[χρησιμοποιώ]] βία»].
}}
{{elru
|elrutext='''συναποβιάζομαι:''' сдерживать, подавлять силой Arst.
}}
}}

Revision as of 04:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποβῐάζομαι Medium diacritics: συναποβιάζομαι Low diacritics: συναποβιάζομαι Capitals: ΣΥΝΑΠΟΒΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: synapobiázomai Transliteration B: synapobiazomai Transliteration C: synapoviazomai Beta Code: sunapobia/zomai

English (LSJ)

Med.,

   A assist in checking or repressing by force, Arist.HA581a24, Pr.962a7.

German (Pape)

[Seite 1002] mit, zugleich erzwingen, Arist. H. A. 7, 1.

Greek (Liddell-Scott)

συναποβιάζομαι: μέσ., βοηθῶ εἰς ἀναχαίτισιν ἢ περιστολὴν διὰ τῆς βίας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 4, Προβλ. 33. 5.

Greek Monolingual

Α
βοηθώ σε αναχαίτιση ή σε καταστολή με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποβιάζομαι «ωθώ προς τα πίσω, χρησιμοποιώ βία»].

Greek Monolingual

Α
βοηθώ σε αναχαίτιση ή σε καταστολή με τη βία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποβιάζομαι «ωθώ προς τα πίσω, χρησιμοποιώ βία»].

Russian (Dvoretsky)

συναποβιάζομαι: сдерживать, подавлять силой Arst.