συνεξαριθμέω: Difference between revisions
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
(6_23) |
(4b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεξᾰριθμέω''': καταριθμῶ [[ὁμοῦ]], ἐν οἷς ἦν καὶ ὁ Ἐπαμεινώνδας συνεξαριθμούμενος Διόδ. 14. 53, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 4, 2. | |lstext='''συνεξᾰριθμέω''': καταριθμῶ [[ὁμοῦ]], ἐν οἷς ἦν καὶ ὁ Ἐπαμεινώνδας συνεξαριθμούμενος Διόδ. 14. 53, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 4, 2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεξᾰριθμέω:''' сопричислять, включать (в число) (ἔν τισι Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A reckon in or besides, Inscr.Délos 372 A 107 (iii/ii B.C.):—Pass., ἔν τισι D.S. 15.53, J.BJ3.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξᾰριθμέω: καταριθμῶ ὁμοῦ, ἐν οἷς ἦν καὶ ὁ Ἐπαμεινώνδας συνεξαριθμούμενος Διόδ. 14. 53, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 4, 2.
Russian (Dvoretsky)
συνεξᾰριθμέω: сопричислять, включать (в число) (ἔν τισι Diod.).