συνθερμαίνω: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(40)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθερμαίνω Α [[θερμαίνω]]<br />[[θερμαίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
|mltxt=ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθερμαίνω Α [[θερμαίνω]]<br />[[θερμαίνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με [[κάτι]] [[άλλο]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνθερμαίνω:''' вместе нагревать Arst.
}}
}}

Revision as of 04:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθερμαίνω Medium diacritics: συνθερμαίνω Low diacritics: συνθερμαίνω Capitals: ΣΥΝΘΕΡΜΑΙΝΩ
Transliteration A: synthermaínō Transliteration B: synthermainō Transliteration C: synthermaino Beta Code: sunqermai/nw

English (LSJ)

   A warm together or thoroughly, Arist.HA562b21, J.AJ 7.14.3:—Pass., Thphr.CP1.3.4, Arist.Pr.888b23, Dsc.1.52, Gal.15.487.

Greek (Liddell-Scott)

συνθερμαίνω: θερμαίνω, ζεσταίνω ὁμοῦ, συνθερμαίνουσι τοὺς νεοττοὺς ἀμφότεροι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 3, 4. ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 8. 16.

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθερμαίνω Α θερμαίνω
θερμαίνω κάποιον ή κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.

Russian (Dvoretsky)

συνθερμαίνω: вместе нагревать Arst.