συνοδοιπόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνοδοιπόρος:''' ὁ, [[συνταξιδιώτης]], [[συνοδοιπόρος]], σε Ξεν., Λουκ.
|lsmtext='''συνοδοιπόρος:''' ὁ, [[συνταξιδιώτης]], [[συνοδοιπόρος]], σε Ξεν., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνοδοιπόρος:''' ὁ и ἡ спутник или попутчик Xen., Luc.
}}
}}

Revision as of 04:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοδοιπόρος Medium diacritics: συνοδοιπόρος Low diacritics: συνοδοιπόρος Capitals: ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΣ
Transliteration A: synodoipóros Transliteration B: synodoiporos Transliteration C: synodoiporos Beta Code: sunodoi/poros

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A fellow-traveller, X.Mem.2.2.12, Luc. DMort.27.7, prob. in Supp.Epigr.3.781 (Crete); as epith. of Ὑγίεια, SIG1147 (Lebena, ii/iii A.D.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon ou compagne de voyage.
Étymologie: σύν, ὁδοιπόρος.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
σύντροφος στην οδοιπορία, αυτός που βαδίζει μαζί με άλλον (α. «τὸν ἐν πολέμοις ὄντα σοι καλὸν συνοδοιπόρον», Πρόδρ.
β. «συνοδοιπόρον ἢ σύμπλουν ἢ εἴ τῳ ἄλλῳ ἐντυγχάνοις», Ξεν.)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που συμπορεύεται ιδεολογικά και πολιτικά με κάποιον, που ουσιαστικά συμφωνεί με κάποιον σε ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὁδοιπόρος.

Greek Monotonic

συνοδοιπόρος: ὁ, συνταξιδιώτης, συνοδοιπόρος, σε Ξεν., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνοδοιπόρος: ὁ и ἡ спутник или попутчик Xen., Luc.