συντεταμένως: Difference between revisions
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συντετᾰμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[συντείνω]], με [[προθυμία]], με ζήλο, με συντονισμένες προσπάθειες, με [[σθένος]], επίμονα, σε Αριστοφ., Πλάτ. | |lsmtext='''συντετᾰμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[συντείνω]], με [[προθυμία]], με ζήλο, με συντονισμένες προσπάθειες, με [[σθένος]], επίμονα, σε Αριστοφ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συντετᾰμένως:''' <b class="num">1)</b> поспешно, быстро (ἥκειν Arph.);<br /><b class="num">2)</b> усердно, усиленно (ζητεῖν Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:20, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv., (συντείνω)
A earnestly, eagerly, vigorously, Ar. Pl.325, Pl.Ap.23e, R.499a, Phlb.59a (in Pl. always with v.l. συντεταγμένως).
Greek (Liddell-Scott)
συντετᾰμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ συντείνω, συντόνως, μετὰ προθυμίας καὶ ζήλου, Ἀριστοφάν. Πλ. 325, Πλάτ. Ἀπολ. 23Ε, Πολ. 499Α, Φίληβ. 59Α (παρὰ Πλάτ. ἀείποτε μετὰ διαφ. γραφ. συντεταγμένως).
French (Bailly abrégé)
adv.
avec effort.
Étymologie: de συντεταμένος part. pf. Pass. de συντείνω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με προθυμία και ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συντεταμένος του συντείνω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Greek Monotonic
συντετᾰμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συντείνω, με προθυμία, με ζήλο, με συντονισμένες προσπάθειες, με σθένος, επίμονα, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συντετᾰμένως: 1) поспешно, быстро (ἥκειν Arph.);
2) усердно, усиленно (ζητεῖν Plat.).