συνθοινάτωρ: Difference between revisions
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνθοινάτωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που λαμβάνει [[μέρος]] σε [[συμπόσιο]], [[συνδαιτυμόνας]], [[συμποσιαστής]], σε Ευρ. | |lsmtext='''συνθοινάτωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που λαμβάνει [[μέρος]] σε [[συμπόσιο]], [[συνδαιτυμόνας]], [[συμποσιαστής]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνθοινάτωρ:''' ορος (ᾱ) ὁ соучастник пиршества, сотрапезник Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:20, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ,
A partaker in a feast, E.El.638.
Greek (Liddell-Scott)
συνθοινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, μέτοχος ἐν τῇ εὐωχίᾳ, λαμβάνων μέρος εἰς αὐτήν, συνδαιτημὼν ἐν εὐωχίᾳ, Ἠλ. 638.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
compagnon de table, convive.
Étymologie: σύν, θοινάτωρ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
μέτοχος σε ευωχία, σε συμπόσιο, συμποσιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θοινάτωρ «συμποσιαστής, ευωχούμενος» (< θοινῶ «τρώγω, παρέχω συμπόσιο»)].
Greek Monotonic
συνθοινάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, αυτός που λαμβάνει μέρος σε συμπόσιο, συνδαιτυμόνας, συμποσιαστής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
συνθοινάτωρ: ορος (ᾱ) ὁ соучастник пиршества, сотрапезник Eur.