συνορέω: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σύνορος]]), [[συνορεύω]], είμαι όμορος, [[γειτονικός]] με κάποιον, σε Πολύβ. | |lsmtext='''συνορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[σύνορος]]), [[συνορεύω]], είμαι όμορος, [[γειτονικός]] με κάποιον, σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνορέω:''' быть сопредельным, граничить (ἡ συνοροῦσα [[χώρα]] Polyb.; τὰ συνοροῦντα τοῖς Ἰνδοῖς ἔθνη Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:24, 1 January 2019
English (LSJ)
A to be conterminous, Plb.1.8.1, 5.55.1; τινι with . ., Str.8.7.5, cf. Plu.Demetr.7.
Greek (Liddell-Scott)
συνορέω: εἶμαι ὅμορος, συνορεύω, Πολύβ. 1. 8, 1., 5. 55, 1· τινι, μετά τινος, Στράβ. 388.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
confiner à, τινι.
Étymologie: σύνορος.
Greek Monotonic
συνορέω: μέλ. -ήσω (σύνορος), συνορεύω, είμαι όμορος, γειτονικός με κάποιον, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
συνορέω: быть сопредельным, граничить (ἡ συνοροῦσα χώρα Polyb.; τὰ συνοροῦντα τοῖς Ἰνδοῖς ἔθνη Plut.).