τιαροειδής: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τῐᾱροειδής:''' -ές, αυτός που έχει [[σχήμα]] [[τιάρας]] ή είναι όμοιος με [[τιάρα]], σε Ξεν. | |lsmtext='''τῐᾱροειδής:''' -ές, αυτός που έχει [[σχήμα]] [[τιάρας]] ή είναι όμοιος με [[τιάρα]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τιᾱροειδής:''' тиарообразный ([[κρώβυλος]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 04:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A like or shaped like a tiara, X.An.5.4.13.
German (Pape)
[Seite 1109] ές, von der Art od. Gestalt der τιάρα, Xen. An. 5, 4, 13.
Greek (Liddell-Scott)
τιᾱροειδής: ὁ ἔχων σχῆμα τιάρας ἢ ὅμοιος τιάρᾳ, κράνη.... ἐγγύτατα τιαροειδῆ Ξεν. Ἀν. 5. 4. 13.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
en forme de tiare.
Étymologie: τιάρα, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές, Α
όμοιος με τιάρα («κράνη... κρωβύλον ἔχοντα κατὰ μέσον ἐγγύτατα τιαροειδῆ...», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιάρα + -ειδής].
Greek Monotonic
τῐᾱροειδής: -ές, αυτός που έχει σχήμα τιάρας ή είναι όμοιος με τιάρα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
τιᾱροειδής: тиарообразный (κρώβυλος Xen.).