τρίχρωμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
(42)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίχρωμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τρία]] χρώματα, [[τρίχρους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρῶμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>χρωμος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[τρίχρωμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που έχει [[τρία]] χρώματα, [[τρίχρους]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρῶμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τετρά</i>-<i>χρωμος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''τρίχρωμος:''' (ῐ) трехцветный Luc.
}}
}}

Revision as of 04:52, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1150] = Vor., Luc. D. Meretr. 9, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίχρωμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τρία χρώματα, τρίχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. τετρά-χρωμος].

Russian (Dvoretsky)

τρίχρωμος: (ῐ) трехцветный Luc.