τρυφηλός: Difference between revisions
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρῠφηλός:''' -ή, -όν, [[σπάνιος]] ποιητ. [[τύπος]] του [[τρυφερός]], σε Ανθ. | |lsmtext='''τρῠφηλός:''' -ή, -όν, [[σπάνιος]] ποιητ. [[τύπος]] του [[τρυφερός]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῠφηλός:''' Anth. = [[τρυφερός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, rare form of
A τρυφερός, σάρκες AP7.48, cf. Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).168, Pall.in Hp.2.19D. Adv. -λῶς Jul.Or.6.181d, Suid. s.v. Συβαριτικαῖς.
Greek (Liddell-Scott)
τρῠφηλός: -ή, -όν, σπάνιος ποιητ. τύπος τοῦ τρυφερός, Ἀνθ. Π. 7. 48. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Ἁρποκρ. ἐν λέξ. Ἰωνικῶς.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τρυφηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που αγαπά την τρυφή, τον μαλθακό και ηδυπαθή βίο, την καλοπέραση, τις ανέσεις και τις σαρκικές απολαύσεις
2. γεμάτος ανέσεις και απολαύσεις («τρυφηλός βίος»)
αρχ.
μαλακός, τρυφερός.
επίρρ...
τρυφηλώς / τρυφηλῶς, ΝΜΑ, και τρυφηλά Ν
νεοελλ.
με τρυφηλό τρόπο («ζει τρυφηλώς»)
αρχ.
με απαλότητα, με τρυφερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφή + επίθημα -ηλός (πρβλ. απατ-ηλός)].
Greek Monotonic
τρῠφηλός: -ή, -όν, σπάνιος ποιητ. τύπος του τρυφερός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρῠφηλός: Anth. = τρυφερός.