τρυσίβιος: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρῡσίβῐος:''' -ον ([[τρύω]]), αυτός που καταστρέφει την [[ζωή]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τρῡσίβῐος:''' -ον ([[τρύω]]), αυτός που καταστρέφει την [[ζωή]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῡσίβιος:''' (σῐ) делающий жизнь мучительной, причиняющий страдания ([[γαστήρ]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 04:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῡσίβῐος Medium diacritics: τρυσίβιος Low diacritics: τρυσίβιος Capitals: ΤΡΥΣΙΒΙΟΣ
Transliteration A: trysíbios Transliteration B: trysibios Transliteration C: trysivios Beta Code: trusi/bios

English (LSJ)

[σῐ], ον, (tru/w)

   A = τετρυμένον βίον ἔχουσα, γαστήρ Ar. Nu.421.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡσίβιος: -ον, (τρύω) ὁ καταπονῶν, κατατρύχων τὸν βίον, φειδωλοῦ καὶ τρυσιβίου γαστρός, «κεκολασμένης καὶ καταπονούσης τὸν βίον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Νεφ. 421.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui rend sa vie pénible.
Étymologie: τρύω, βίος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κάνει τη ζωή κουραστική και δύσκολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < τρυσι- (< τρύω «καταπονώ, βασανίζω») + -βιος (< βίος), πρβλ. σωσί-βιος].

Greek Monotonic

τρῡσίβῐος: -ον (τρύω), αυτός που καταστρέφει την ζωή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρῡσίβιος: (σῐ) делающий жизнь мучительной, причиняющий страдания (γαστήρ Arph.).