τυπή: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τῠπή:''' ἡ ([[τύπτω]]), [[χτύπημα]], [[πληγή]], στον πληθ., σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''τῠπή:''' ἡ ([[τύπτω]]), [[χτύπημα]], [[πληγή]], στον πληθ., σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τῠπή:''' ἡ удар Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A blow, wound, in pl., Il.5.887, A.R.3.848, etc.: sg., Nic.Th.129,673.
Greek (Liddell-Scott)
τῠπή: ἡ, κτύπημα, πληγή, ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Ε. 887, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 848, κλπ., Νικ. Θηρ. 129. 673.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
coup.
Étymologie: τύπτω.
English (Autenrieth)
blow, stroke, pl., Il. 5.887†.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) χτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τυπ- του ρ. τύπτω + κατάλ. -ή (πρβλ. κοπ-ή)].
Greek Monotonic
τῠπή: ἡ (τύπτω), χτύπημα, πληγή, στον πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
τῠπή: ἡ удар Hom.