τιτανοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ
(41)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επιφέρει τον θάνατο στους Τιτάνες («[[ὅπλον]]... μέγα Τιτανοκτόνον», Βατραχομ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Τιτᾶνες</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που επιφέρει τον θάνατο στους Τιτάνες («[[ὅπλον]]... μέγα Τιτανοκτόνον», Βατραχομ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Τιτᾶνες</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κτονος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-[[κτόνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τῑτᾱνοκτόνος:''' ὁ титаноубиица Batr.
}}
}}

Revision as of 04:56, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
meurtrier ou destructeur des Titans.
Étymologie: Τιτάν, κτείνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιφέρει τον θάνατο στους Τιτάνες («ὅπλον... μέγα Τιτανοκτόνον», Βατραχομ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτᾶνες + -κτονος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. παιδο-κτόνος.

Russian (Dvoretsky)

τῑτᾱνοκτόνος: ὁ титаноубиица Batr.