τιτανοκτόνος

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
meurtrier ou destructeur des Titans.
Étymologie: Τιτάν, κτείνω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιφέρει τον θάνατο στους Τιτάνες («ὅπλον... μέγα Τιτανοκτόνον», Βατραχομ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τιτᾶνες + -κτονος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.

Russian (Dvoretsky)

τῑτᾱνοκτόνος:титаноубиица Batr.