τωὐτό: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(6)
(4b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τωὐτό:''' (όχι <i>τωϋτό</i> ή <i>τὠυτό</i>), γεν. <i>τωὐτοῦ</i>, δοτ. [[τωὐτῷ]], Ιων. [[κράση]] αντί τὸ [[αὐτό]] κ.λπ.
|lsmtext='''τωὐτό:''' (όχι <i>τωϋτό</i> ή <i>τὠυτό</i>), γεν. <i>τωὐτοῦ</i>, δοτ. [[τωὐτῷ]], Ιων. [[κράση]] αντί τὸ [[αὐτό]] κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''τωὐτό:''' (gen. [[τωὐτέου]], dat. [[τωὐτῷ]]) ион. = τὸ [[αὐτό]].
}}
}}

Revision as of 05:04, 1 January 2019

Greek (Liddell-Scott)

τωὐτό: (οὐχὶ τωϋτο ἢ τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτικ. τωὐτῷ, κατὰ Ἰων. κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, κτλ.

French (Bailly abrégé)

crase ion. p. τὸ αὐτό la même chose.

Greek Monotonic

τωὐτό: (όχι τωϋτό ή τὠυτό), γεν. τωὐτοῦ, δοτ. τωὐτῷ, Ιων. κράση αντί τὸ αὐτό κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

τωὐτό: (gen. τωὐτέου, dat. τωὐτῷ) ион. = τὸ αὐτό.