Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποτείχισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτείχισμα:''' -ατος, τό, εγκάρσιο [[τείχος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ὑποτείχισμα:''' -ατος, τό, εγκάρσιο [[τείχος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποτείχισμα:''' ατος τό контрукрепление Thuc.
}}
}}

Revision as of 05:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτείχισμα Medium diacritics: ὑποτείχισμα Low diacritics: υποτείχισμα Capitals: ΥΠΟΤΕΙΧΙΣΜΑ
Transliteration A: hypoteíchisma Transliteration B: hypoteichisma Transliteration C: ypoteichisma Beta Code: u(potei/xisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cross-wall, ibid.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτείχισμα: τό, ἐγκάρσιον τεῖχος, Θουκ. 6. 100.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mur de soutien construit au-dessous.
Étymologie: ὑποτειχίζω.

Greek Monolingual

-ίσματος, τὸ, Α ὑποτειχίζω
το εγκάρσιο τείχος.

Greek Monotonic

ὑποτείχισμα: -ατος, τό, εγκάρσιο τείχος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτείχισμα: ατος τό контрукрепление Thuc.