ὑψηλόκρημνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑψηλόκρημνος:''' -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὑψηλόκρημνος:''' -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑψηλόκρημνος:''' обрывистый, с высокими кручами (πέτραι Aesch.).
}}
}}

Revision as of 05:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψηλόκρημνος Medium diacritics: ὑψηλόκρημνος Low diacritics: υψηλόκρημνος Capitals: ΥΨΗΛΟΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: hypsēlókrēmnos Transliteration B: hypsēlokrēmnos Transliteration C: ypsilokrimnos Beta Code: u(yhlo/krhmnos

English (LSJ)

ον,

   A with lofty cliffs, πέτραι A.Pr.5.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηλόκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ὑψηλόκρημνοι πέτραι Αἰσχύλ. Πρ. 5· πρβλ. ὑψίκρημνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux escarpements élevés.
Étymologie: ὑψηλός, κρημνός.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κρημνός «γκρεμός, φαράγγι» (πρβλ. πολύ-κρημνος)].

Greek Monotonic

ὑψηλόκρημνος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑψηλόκρημνος: обрывистый, с высокими кручами (πέτραι Aesch.).