ὑψηλόκρημνος: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψηλόκρημνος:''' -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὑψηλόκρημνος:''' -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψηλόκρημνος:''' обрывистый, с высокими кручами (πέτραι Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with lofty cliffs, πέτραι A.Pr.5.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψηλόκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ὑψηλόκρημνοι πέτραι Αἰσχύλ. Πρ. 5· πρβλ. ὑψίκρημνος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux escarpements élevés.
Étymologie: ὑψηλός, κρημνός.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κρημνός «γκρεμός, φαράγγι» (πρβλ. πολύ-κρημνος)].
Greek Monotonic
ὑψηλόκρημνος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψηλόκρημνος: обрывистый, с высокими кручами (πέτραι Aesch.).