φιλόπλοος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i>, αυτός που αγαπά να πλέει, να ταξιδεύει στη [[θάλασσα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''φῐλόπλοος:''' -ον, συνηρ. -[[πλους]], <i>-ουν</i>, αυτός που αγαπά να πλέει, να ταξιδεύει στη [[θάλασσα]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόπλοος:''' стяж. [[φιλόπλους]] 2 любящий плавание (τεύχεα [[νηῶν]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 05:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόπλοος Medium diacritics: φιλόπλοος Low diacritics: φιλόπλοος Capitals: ΦΙΛΟΠΛΟΟΣ
Transliteration A: philóploos Transliteration B: philoploos Transliteration C: filoploos Beta Code: filo/ploos

English (LSJ)

ον, contr. φῐλό-πλους, ουν,

   A familiar with sailing, AP6.236 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1283] zsgzgn φιλόπλους, ουν, gern schiffend, schwimmend, τεύχεα νηῶν, Philp. 30 (VI, 236).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ὁ ἀγαπῶν νὰ πλέῃ, Ἀνθ. Π. 6. 236.

Greek Monotonic

φῐλόπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν, αυτός που αγαπά να πλέει, να ταξιδεύει στη θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόπλοος: стяж. φιλόπλους 2 любящий плавание (τεύχεα νηῶν Anth.).