φιλοπενθής: Difference between revisions
(45) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να πενθεί («γυναῑκες γὰρ ἀνδρῶν φιλοπενθέστεραί εἰσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλοπενθές</i><br />υπερβολική [[θλίψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πενθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πένθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>βαρυ</i>-<i>πενθής</i>]. | |mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να πενθεί («γυναῑκες γὰρ ἀνδρῶν φιλοπενθέστεραί εἰσιν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλοπενθές</i><br />υπερβολική [[θλίψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πενθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πένθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>βαρυ</i>-<i>πενθής</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλοπενθής:''' склонный к печали, любящий грустить (γυναῖκες Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A indulging in mourning, γυναῖκες Plu.2.113a (Comp.), etc.; πόθος φ. Gorg.Hel.9; τὸ φ. Plu.2.822c.
German (Pape)
[Seite 1283] ές, das Trauern liebend, gern, gewöhnlich trauernd, klagend; φιλοπενθέστεραι γυναῖκες Plut. consol. ad Apollon. p. 345.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπενθής: -ές, ὁ ἀγαπῶν νὰ πενθῇ, Πλούτ. 2. 113Α, κλπ.· πόθος φ. Γοργ. Ἐγκώμ. Ἑλένης, 681 Βεκκῆρ.· τὸ φιλ. Πλούτ. 3. 822Β.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se complaît dans sa douleur, qui s’attriste volontiers ; τὸ φιλοπενθές penchant à la tristesse.
Étymologie: φίλος, πένθος.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που του αρέσει να πενθεί («γυναῑκες γὰρ ἀνδρῶν φιλοπενθέστεραί εἰσιν», Πλούτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοπενθές
υπερβολική θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -πενθής (< πένθος), πρβλ. βαρυ-πενθής].
Russian (Dvoretsky)
φιλοπενθής: склонный к печали, любящий грустить (γυναῖκες Plut.).