χαλκευτής: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκευτής:''' -οῦ, ὁ, = [[χαλκεύς]], σε Ανθ.
|lsmtext='''χαλκευτής:''' -οῦ, ὁ, = [[χαλκεύς]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκευτής:''' οῦ ὁ досл. кузнец, перен. мастер, сочинитель: ὕμνων χ. Anth. = [[Πίνδαρος]].
}}
}}

Revision as of 05:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκευτής Medium diacritics: χαλκευτής Low diacritics: χαλκευτής Capitals: ΧΑΛΚΕΥΤΗΣ
Transliteration A: chalkeutḗs Transliteration B: chalkeutēs Transliteration C: chalkeftis Beta Code: xalkeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = χαλκεύς, χ. ὕμνων AP7.34 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1330] ὁ, = χαλκεύς, der Schmied, auch übertr., ὕμνων, Antp. Sid. 79 (VII, 34), so heißt Pindar.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκευτής: -οῦ, ὁ, = χαλκεύς. Πιερικὰν σάλιπγγα, τὸν εὐαγέων βαρὺν ὕμνων χαλκευτὰν κατέχει Πίνδαρον ἅδε κόνις Ἀνθ. Π. 7. 34.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ χαλκεύω
χαλκεύς, χαλκουργός
νεοελλ.
1. πλάστης, δημιουργός
2. μτφ. συκοφάντης, μηχανορράφος
αρχ.
(γενικά) τεχνίτης, κατασκευαστής.

Greek Monotonic

χαλκευτής: -οῦ, ὁ, = χαλκεύς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκευτής: οῦ ὁ досл. кузнец, перен. мастер, сочинитель: ὕμνων χ. Anth. = Πίνδαρος.