χερμάδιος: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
(46) |
(4b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ [[χερμάς]], -[[άδος]]]<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] και το [[μέγεθος]] χερμαδίου, πέτρας που ρίχνεται [[εναντίον]] του αντιπάλου (α. «μολυβδαίνας χερμαδίους», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «[[χερμάδιος]] [[λίθος]]», Νείλ.). | |mltxt=-ον, ΜΑ [[χερμάς]], -[[άδος]]]<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] και το [[μέγεθος]] χερμαδίου, πέτρας που ρίχνεται [[εναντίον]] του αντιπάλου (α. «μολυβδαίνας χερμαδίους», <b>Λουκιαν.</b><br />β. «[[χερμάδιος]] [[λίθος]]», Νείλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χερμάδιος:''' величиной с булыжник, т. е. удобный для метания рукой ([[μολύβδαινα]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 1350] ον, von der Art, Gestalt od. Größe eines Kiesels, bes. um damit zu werfen, μολύβδαιναι χερμάδιοι, faustgroße Bleikugeln zum Werfen, Luc. Lexiph. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de la grosseur d’une pierre qu’on lance avec la main.
Étymologie: χερμάς.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ χερμάς, -άδος]
αυτός που έχει το σχήμα και το μέγεθος χερμαδίου, πέτρας που ρίχνεται εναντίον του αντιπάλου (α. «μολυβδαίνας χερμαδίους», Λουκιαν.
β. «χερμάδιος λίθος», Νείλ.).
Russian (Dvoretsky)
χερμάδιος: величиной с булыжник, т. е. удобный для метания рукой (μολύβδαινα Luc.).