χρυσόπεπλος: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(47c)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φορεί χρυσό πέπλο («χρυσόπεπλε [[κούρα]]», Ανακρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέπλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λινό</i>-<i>πεπλος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φορεί χρυσό πέπλο («χρυσόπεπλε [[κούρα]]», Ανακρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέπλος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λινό</i>-<i>πεπλος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσόπεπλος:''' в златотканном одеянии ([[κούρα]] Anacr.; Μναμοσύνα Pind.).
}}
}}

Revision as of 06:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόπεπλος Medium diacritics: χρυσόπεπλος Low diacritics: χρυσόπεπλος Capitals: ΧΡΥΣΟΠΕΠΛΟΣ
Transliteration A: chrysópeplos Transliteration B: chrysopeplos Transliteration C: chrysopeplos Beta Code: xruso/peplos

English (LSJ)

ον,

   A with robe of gold, κούρα Anacr.76; Μναμοσύνα Pi.I.6(5).75; Ἥρη B.18.22.

German (Pape)

[Seite 1381] mit goldenem Schleier, Gewande, Μνημοσύνη Pind. I. 5, 72, u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπεπλος: -ον, ὁ ἔχων πέπλον, ἐσθῆτα ἐκ χρυσοῦ, χρυσόπεπλε κούρα Ἀνακρ. 76 (80)· χρυσοπέπλου Μναμοσύνας Πινδ. Ι. 6 (5). τέλ.

English (Slater)

χρῡσόπεπλος, -ον
   1 with golden robe χρυσοπέπλου Μναμοσύνας (I. 6.75)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φορεί χρυσό πέπλο («χρυσόπεπλε κούρα», Ανακρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πέπλος (πρβλ. λινό-πεπλος)].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόπεπλος: в златотканном одеянии (κούρα Anacr.; Μναμοσύνα Pind.).