ψέκτης: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψέκτης:''' -ου, ὁ ([[ψέγω]]), [[επικριτής]], [[κατήγορος]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ψέκτης:''' -ου, ὁ ([[ψέγω]]), [[επικριτής]], [[κατήγορος]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψέκτης:''' ου ὁ порицатель, хулитель Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A censurer, faultfinder, Hp.Acut.6, Pl.R.589c, Lg.639c.
German (Pape)
[Seite 1392] ὁ, der Verkleinerer, Tadler, Plat. Rep. IX, 589 c Legg. 1, 639 c, Ggstz von ἐπαινέτης.
Greek (Liddell-Scott)
ψέκτης: -ου, ὁ, (ψέγω) ὁ ψέγων, κατακρίνων, ὑποβιβάζων τὴν ἀξίαν τινός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Πολ. 589C, Νόμ. 639Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
celui qui blâme, censeur, critique.
Étymologie: ψέγω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ ψέγω
κατήγορος, επικριτής
νεοελλ.
φιλοκατήγορος.
Greek Monotonic
ψέκτης: -ου, ὁ (ψέγω), επικριτής, κατήγορος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ψέκτης: ου ὁ порицатель, хулитель Plat.