διάκομμα: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
(9)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διάκομμα]], το (Α) [[διακόπτω]]<br />[[πληγή]] από [[κόψιμο]].
|mltxt=[[διάκομμα]], το (Α) [[διακόπτω]]<br />[[πληγή]] από [[κόψιμο]].
}}
{{elnl
|elnltext=διάκομμα -ατος, τό [διακόπτω] snede.
}}
}}

Revision as of 06:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκομμα Medium diacritics: διάκομμα Low diacritics: διάκομμα Capitals: ΔΙΑΚΟΜΜΑ
Transliteration A: diákomma Transliteration B: diakomma Transliteration C: diakomma Beta Code: dia/komma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cut, gash, Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816.    II breach in an embankment, PPetr.3p.80, al.

Greek (Liddell-Scott)

διάκομμα: τό, πληγὴ ἐκ κοψίματος, Ἱππ. Προρρ. 100.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 medic. corte, herida Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816.
2 brecha, abertura en un canal de irrigación τὰ διακόμματα τῆς ... διώρυγος PPetr.3.38(a).2.19 (III a.C.), διὰ τὸ μὴ ἐπικεχῶσθαι τὰ διακόμματα PPetr.2.37.1b.14 (III a.C.), τὰ διακόμματα παλαιῶν χωμάτων PPetr.3.45.2.4 (III a.C.), cf. PTeb.781.14 (II a.C.), Ostr.1025 (ptol.).

Greek Monolingual

διάκομμα, το (Α) διακόπτω
πληγή από κόψιμο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάκομμα -ατος, τό [διακόπτω] snede.