κατάγρημι: Difference between revisions

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
(19)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάγρημι]] (Α)<br />[[καταγρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Μεταπλασμένος τ. του <i>καταγρῶ</i>].
|mltxt=[[κατάγρημι]] (Α)<br />[[καταγρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Μεταπλασμένος τ. του <i>καταγρῶ</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=κατάγρημι Aeol. voor καθαιρέω.
}}
}}

Revision as of 06:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάγρημι Medium diacritics: κατάγρημι Low diacritics: κατάγρημι Capitals: ΚΑΤΑΓΡΗΜΙ
Transliteration A: katágrēmi Transliteration B: katagrēmi Transliteration C: katagrimi Beta Code: kata/grhmi

English (LSJ)

Aeol.

   A = καθαιρέω, Sapph.43, Alc.Supp.16.9; imper. κατάγρεντον IG12(2).6.15 (Mytilene): irreg. Pass. part. καταγρόμενος Theoc.Ep.3.6 (dub. l.).

Greek Monolingual

κατάγρημι (Α)
καταγρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταπλασμένος τ. του καταγρῶ].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάγρημι Aeol. voor καθαιρέω.