κατατρωματίζω: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug
(2b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατατρωματίζω:''' ион. = [[κατατραυματίζω]]. | |elrutext='''κατατρωματίζω:''' ион. = [[κατατραυματίζω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατατρωματίζω Ion. voor κατατραυματίζω. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 1 January 2019
English (LSJ)
Ion. for κατατραυμ-.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρωματίζω: Ἰων. ἀντὶ κατατραυμ-, Ἡρόδ.
French (Bailly abrégé)
ion. c. κατατραυματίζω.
Greek Monolingual
κατατρωματίζω (Α)
ιων. τ. βλ. κατατραυματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τρωματίζω, ιων. τ. του τραυματίζω.
Greek Monotonic
κατατρωματίζω: Ιων. αντί κατατραυμ-.
Russian (Dvoretsky)
κατατρωματίζω: ион. = κατατραυματίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατατρωματίζω Ion. voor κατατραυματίζω.