κατατρωματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug

Menander, Monostichoi, 238
(2b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατατρωματίζω:''' ион. = [[κατατραυματίζω]].
|elrutext='''κατατρωματίζω:''' ион. = [[κατατραυματίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατατρωματίζω Ion. voor κατατραυματίζω.
}}
}}

Revision as of 07:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρωματίζω Medium diacritics: κατατρωματίζω Low diacritics: κατατρωματίζω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΩΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: katatrōmatízō Transliteration B: katatrōmatizō Transliteration C: katatromatizo Beta Code: katatrwmati/zw

English (LSJ)

Ion. for κατατραυμ-.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρωματίζω: Ἰων. ἀντὶ κατατραυμ-, Ἡρόδ.

French (Bailly abrégé)

ion. c. κατατραυματίζω.

Greek Monolingual

κατατρωματίζω (Α)
ιων. τ. βλ. κατατραυματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τρωματίζω, ιων. τ. του τραυματίζω.

Greek Monotonic

κατατρωματίζω: Ιων. αντί κατατραυμ-.

Russian (Dvoretsky)

κατατρωματίζω: ион. = κατατραυματίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατατρωματίζω Ion. voor κατατραυματίζω.