κονδῖτος: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(21)
(nl)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=κονδῑτος, -ον (ΑM, Α ουδ. και κονδεῑτον, Μ ουδ. και κοντῑτον)<br /><b>1.</b> καρυκευμένος, [[αρωματικός]], [[πικάντικος]] («κονδῑτος [[οἶνος]]», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κονδῑτον</i><br />[[κρασί]] με μπαχαρικά, αρωματικό [[κρασί]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ κονδῑτος</i> [[καρύκευμα]], [[μπαχαρικό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>conditus</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. <i>condio</i> «[[καρυκεύω]]»].
|mltxt=κονδῑτος, -ον (ΑM, Α ουδ. και κονδεῑτον, Μ ουδ. και κοντῑτον)<br /><b>1.</b> καρυκευμένος, [[αρωματικός]], [[πικάντικος]] («κονδῑτος [[οἶνος]]», Γεωπ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κονδῑτον</i><br />[[κρασί]] με μπαχαρικά, αρωματικό [[κρασί]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ κονδῑτος</i> [[καρύκευμα]], [[μπαχαρικό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>conditus</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. <i>condio</i> «[[καρυκεύω]]»].
}}
{{elnl
|elnltext=κονδῖτος -ον aromatisch, subst. τὸ κονδῖτον aromatische wijn.
}}
}}

Revision as of 07:16, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 1480] οἶνος, vinum conditum, der mit Gewürzen angemacht ist, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κονδῖτος: οἶνος, ὁ, τὸ Λατ. vinum conditum, οἶνος ἀρωματικός, Γεωπ. 8. 31· ὡς οὐσ. τὸ κονδῖτον = κονδῖτος οἶνος, Μοσχίων 77. κλ.

Greek Monolingual

κονδῑτος, -ον (ΑM, Α ουδ. και κονδεῑτον, Μ ουδ. και κοντῑτον)
1. καρυκευμένος, αρωματικός, πικάντικος («κονδῑτος οἶνος», Γεωπ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κονδῑτον
κρασί με μπαχαρικά, αρωματικό κρασί
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ κονδῑτος καρύκευμα, μπαχαρικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conditus, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. condio «καρυκεύω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κονδῖτος -ον aromatisch, subst. τὸ κονδῖτον aromatische wijn.