κορδυβαλλῶδες: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
(6_2) |
(nl) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορδῠβαλλῶδες''': [[πέδον]], τό, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 223, λέγεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ [[κορδυβαλλῶδες]] ([[κορδύλη]], βάλλω), [[ἔδαφος]] κτυπητόν, «στρωτόν». | |lstext='''κορδῠβαλλῶδες''': [[πέδον]], τό, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 223, λέγεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ [[κορδυβαλλῶδες]] ([[κορδύλη]], βάλλω), [[ἔδαφος]] κτυπητόν, «στρωτόν». | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κορδυβαλλῶδες aangestampt:. κ. πέδον aangestampte grond Luc. 69.223. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 1 January 2019
English (LSJ)
πέδον, τό, Luc. Trag.223, said to be for κορδυλοβαλλῶδες (κορδύλη, βάλλω), a
A beaten floor.
Greek (Liddell-Scott)
κορδῠβαλλῶδες: πέδον, τό, Λουκ. Τραγῳδοποδ. 223, λέγεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ κορδυβαλλῶδες (κορδύλη, βάλλω), ἔδαφος κτυπητόν, «στρωτόν».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορδυβαλλῶδες aangestampt:. κ. πέδον aangestampte grond Luc. 69.223.